Το κοριτσάκι με τα σπίρτα


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.

Το κοριτσάκι φορούσε κάτι παλιές παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι της αλλά δεν την βοήθησαν και πολύ για να μην κρυώνουν τα ποδαράκια της. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του. Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.

Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει από τον πάγο στο έδαφος. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε κι ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι σπίρτα, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη.

Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως πετούσαν πέρα από την ομορφιά που της έδινε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα στα μαλλάκια της. Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητού φαγητού. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της δύστυχης μικρής.

Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της, κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα. Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή αλλά το κρύο έμπαινε από παντού παρότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια.

«Πόσο καλό θα μου έκανε ένα σπίρτο!»σκέφτηκε το κοριτσάκι.

Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της. Επιτέλους το παιδί βρήκε το θάρρος και τράβηξε ένα σπίρτο. Χριτς! Το άναψε και ένιωσε αμέσως τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως. Το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, που η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη. Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά αλλά τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε και η μικρή καθόταν πια με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι.

Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως, ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος! Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και το φαγητό -μια γεμιστή γαλοπούλα- άχνιζε υπέροχα. Ακόμα πιο μαγικό και υπέροχο ήταν όμως το ότι η γαλοπούλα πήδηξε ξαφνικά και βγήκε από την πιατέλα της, και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι.

Τότε έσβησε το δεύτερο σπίρτο και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος του σπιτιού.

Το κοριτσάκι δεν κρατήθηκε. Άναψε ένα καινούριο σπίρτο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες φωτάκια άναβαν στα πράσινα κλαδιά του, και πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά. Η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, αλλά τότε έσβησε το σπίρτο.

Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα. Τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.

«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή.

Η γριά γιαγιά της, η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει, της είχε πει κάποτε: «Όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»

Το κοριτσάκι άναψε ένα ακόμα σπίρτο πάνω στον τοίχο. Μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά της φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.

«Γιαγιά» της φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή γαλοπούλα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Βιαστικά το κοριτσάκι άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που είχε στο κουτί, γιατί ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα. Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, που πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι. Είχε πάει στο Θεό.

Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου. Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.